τρενάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρενάκι | τα | τρενάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τρενάκι | τα | τρενάκια |
κλητική | τρενάκι | τρενάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρενάκι < τρέν(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρενάκι ουδέτερο
- μικρό τρένο
- παιδικό ατομικό παιχνίδι
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρενάκι
|