Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρεμεντίνα οι τρεμεντίνες
      γενική της τρεμεντίνας
    αιτιατική την τρεμεντίνα τις τρεμεντίνες
     κλητική τρεμεντίνα τρεμεντίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρεμεντίνα < ιταλική trementina

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρεμεντίνα θηλυκό

  • η ρητίνη των κωνοφόρων δεντρών, το ρετσίνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία