Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρακαδόρισσα οι τρακαδόρισσες
      γενική της τρακαδόρισσας των τρακαδορισσών
    αιτιατική την τρακαδόρισσα τις τρακαδόρισσες
     κλητική τρακαδόρισσα τρακαδόρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρακαδόρισσα < τρακαδόρος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρακαδόρισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη τρακαδόρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία