Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρίλια οι τρίλιες
      γενική της τρίλιας
    αιτιατική την τρίλια τις τρίλιες
     κλητική τρίλια τρίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίλια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρίλια θηλυκό

  1. ...
  2. (παιχνίδι) τρίλιζα

  Μεταφράσεις επεξεργασία