Δείτε επίσης: Τρίγωνον

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τρῐγωνο-
ονομαστική τὸ τρίγωνον τὰ τρίγων
      γενική τοῦ τριγώνου τῶν τριγώνων
      δοτική τῷ τριγών τοῖς τριγώνοις
    αιτιατική τὸ τρίγωνον τὰ τρίγων
     κλητική ! τρίγωνον τρίγων
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριγώνω
γεν-δοτ τοῖν  τριγώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίγωνον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίγωνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρίγωνον ουδέτερο

  1. (γεωμετρία) τρίγωνο
  2. (αστρονομία) → δείτε τη λέξη Τρίγωνον

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τρίγωνον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τρίγωνος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τρίγωνος

  Πηγές επεξεργασία