Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρέσα οι τρέσες
      γενική της τρέσας των (τρεσών)
    αιτιατική την τρέσα τις τρέσες
     κλητική τρέσα τρέσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρέσα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρέσα θηλυκό

  1. διακοσμητική ταινία:
    • για ύφασμα
    • για ξύλινη κατασκευή

  Μεταφράσεις επεξεργασία