τράπεζα θεμάτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τράπεζα θεμάτων | οι | τράπεζες θεμάτων |
γενική | της | τράπεζας θεμάτων | των | τραπεζών θεμάτων |
αιτιατική | την | τράπεζα θεμάτων | τις | τράπεζες θεμάτων |
κλητική | τράπεζα θεμάτων | τράπεζες θεμάτων | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
τράπεζα θεμάτων θηλυκό
- (νεολογισμός, εκπαίδευση) ψηφιακή βάση δεδομένων που περιλαμβάνει θέματα εξετάσεων για διάφορα μαθήματα του λυκείου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τράπεζα θεμάτων
|