τουφεκήθρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τουφεκήθρα | οι | τουφεκήθρες |
γενική | της | τουφεκήθρας | — | |
αιτιατική | την | τουφεκήθρα | τις | τουφεκήθρες |
κλητική | τουφεκήθρα | τουφεκήθρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουφεκήθρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουφεκήθρα
→ δείτε τη λέξη τουφεκίστρα |