τουρτούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τουρτούρα | οι | τουρτούρες |
γενική | της | τουρτούρας | — | |
αιτιατική | την | τουρτούρα | τις | τουρτούρες |
κλητική | τουρτούρα | τουρτούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουρτούρα < τουρτουρίζω + -α
- τουρτούρα < λατινική turtur
Ουσιαστικό 1 επεξεργασία
τουρτούρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το να τουρτουρίζει κάποιος
Ουσιαστικό 2 επεξεργασία
τουρτούρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουρτούρα
|