τουρκετίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουρκετίνα < τουρκέτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρκετίνα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) πανί ιστιοφόρου πλοίου που φέρεται στον πρόβολο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουρκετίνα
|