τουρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουρ < γαλλική tour < λατινική tornare < αρχαία ελληνική τόρνος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουρ
|
τουρ ουδέτερο άκλιτο
|