Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοσούτω μάλλον < (καθαρεύουσα ) < τοσούτῳ (δοτική ενικού του τοσοῦτος) & μᾶλλον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

τοσούτω μάλλον

  • (λόγιο με επιτακτική έννοια) πολύ περισσότερο
    Ακόμα και ο καθηγητής δυσκολεύτηκε να λύσει το πρόβλημα, τοσούτω μάλλον οι μαθητές.

Συνώνυμα επεξεργασία