τορπιλλητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τορπιλλητής μαρτυρείται από το 1890, στον πληθυντικό τορπιλληταί [1] → και δείτε τη λέξη τορπιλητής
Ουσιαστικό επεξεργασία
τορπιλλητής αρσενικό
- (παρωχημένο) μη απλοποιημένη γραφή του τορπιλητής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 1001, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου