Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τορπιλίσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τορπιλίζω
  2. θα τορπιλίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τορπιλίζω