Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τορπίλισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τορπίλισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τορπιλίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
τορπιλίζω