τοκοχρεολύσιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τοκοχρεολύσιο ουδέτερο
- (οικονομία) το ποσό (η πρόβλεψη) που καταβάλλει ο δανειζόμενος (οφειλέτης) στον δανειστή (πιστωτής) σε τακτά χρονικά διαστήματα για την εξόφληση του δανεισθέντα κεφαλαίου (της έκδοσης) συν τους επιβαλλόμενους τόκους σε αυτό.
- Για ομολογιακό δάνειο ονομαστικής αξίας 100.000€ και ωρίμανση στα 8 έτη, ορίζεται τοκοχρεολύσιο στα 4 έτη, ποσό της τάξης του 20%. Αυτό σημαίνει πως το 4ο έτος ο εκδότης εκδότης θα πρέπει να επιστρέψει στην τράπεζα 20.000€ πέρα από τους τόκους του συγκεκριμένου έτους.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοκοχρεολύσιο
|