τοιχάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τοιχάκι | τα | τοιχάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τοιχάκι | τα | τοιχάκια |
κλητική | τοιχάκι | τοιχάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοιχάκι < τοίχος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τοιχάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του τοίχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοιχάκι
|