τιμηθείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατιμηθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τιμώμαι
- θα τιμηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τιμώμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τιμώμαι