τιγράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τιγράκι | τα | τιγράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τιγράκι | τα | τιγράκια |
κλητική | τιγράκι | τιγράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τιγράκι < τίγρη + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τιγράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του τίγρη
Μεταφράσεις επεξεργασία
τιγράκι
|