τηλεφωνικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.le.fo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐φω‐νι‐κώς
- ομόηχο: τηλεφωνικός
Επίρρημα επεξεργασία
τηλεφωνικώς
Δείτε επίσης επεξεργασία
- παλιότερη πολυτονική γραφή: τηλεφωνικῶς