τηλεποπτεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.le.poˈpti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐πο‐πτεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηλεποπτεία θηλυκό
- (νεολογισμός) η απομακρυσμένη παρακολούθηση ή εποπτεία
- ※ Ο κ. Λ. στη συνέχεια επισκέφθηκε το Κέντρο Ελέγχου του Μετρό στο Σύνταγμα, εκεί όπου διενεργείται η τηλεποπτεία και η τηλεδιοίκηση όλου του μετρό. (Έφη Χατζηιωαννίδου, «Πρόβες» μετρό καθ' οδόν προς Αεροδρόμιο, Η Καθημερινή, 11 Μαΐου 2004)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηλεποπτεία
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr