Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεποπτεία οι τηλεποπτείες
      γενική της τηλεποπτείας των τηλεποπτειών
    αιτιατική την τηλεποπτεία τις τηλεποπτείες
     κλητική τηλεποπτεία τηλεποπτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεποπτεία < τηλ- + εποπτεία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.le.poˈpti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐πο‐πτεί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεποπτεία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr