τηγανιστά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
τηγανιστά < τηγανιστός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
τηγανιστά
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηγανιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τηγανιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τηγανιστό