τζόβινο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζόβινο | τα | τζόβινα |
γενική | του | τζόβινου | των | τζόβινων |
αιτιατική | το | τζόβινο | τα | τζόβινα |
κλητική | τζόβινο | τζόβινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζόβινο ή τζόβενο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) πρωτόμπαρκος ναυτικός (βλέπε τζόβενο)