Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζοβαΐρι τα τζοβαΐρια
      γενική του τζοβαϊριού των τζοβαϊριών
    αιτιατική το τζοβαΐρι τα τζοβαΐρια
     κλητική τζοβαΐρι τζοβαΐρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζοβαΐρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική cevahir < οθωμανική τουρκική جوهر (cevahir) < αραβική جواهر (jawāhir) < περσική گوهر‎ (gowhar)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζοβαΐρι ουδέτερο

  1. ένας πολύτιμος λίθος
  2. (μεταφορικά) ο θησαυρός
    τζοβαΐρι μου!

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία