Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζελατίνα οι τζελατίνες
      γενική της τζελατίνας
    αιτιατική την τζελατίνα τις τζελατίνες
     κλητική τζελατίνα τζελατίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /d͡ze.laˈti.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζε‐λα‐τί‐μα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

τζελατίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gélatine? (άμεσο δάνειο) ιταλική gelatina ? (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζελατίνα θηλυκό

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

τζελατίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ghigliottina? (άμεσο δάνειο) γαλλική guillotine + ? • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζελατίνα θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία