τζεζβές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τζεζβές | οι | τζεζβέδες |
γενική | του | τζεζβέ | των | τζεζβέδων |
αιτιατική | τον | τζεζβέ | τους | τζεζβέδες |
κλητική | τζεζβέ | τζεζβέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζεζβές < (άμεσο δάνειο) τουρκική cezve + -ς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /d͡zeˈzves/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζε‐ζβές
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζεζβές αρσενικό
- (παρωχημένο) το κατακάθι του καφέ σε ένα μπρίκι ή φλυτζάνι
- (παρωχημένο, συνεκδοχικά) το μπρίκι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.