τεφρών
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τεφρών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του τέφρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τεφρών
- γενική πληθυντικού του τεφρός
- γενική πληθυντικού του τεφρή
- γενική πληθυντικού του τεφρό