↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραφθοροϊρίδιο τα τετραφθοροϊρίδια
      γενική του τετραφθοροϊριδίου
τετραφθοροϊρίδιου
των τετραφθοροϊριδίων
    αιτιατική το τετραφθοροϊρίδιο τα τετραφθοροϊρίδια
     κλητική τετραφθοροϊρίδιο τετραφθοροϊρίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραφθοροϊρίδιο < τετραφθορο- + ιρίδιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετραφθοροϊρίδιο ή τετραφθοριρίδιο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία