τετρακάλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετρακάλιο ουδέτερο
- (χημεία): ομάδα τεσσάρων ατόμων καλίου από την οποία και λαμβάνεται ως πρώτο ή δεύτερο προσδιοριστικό όνομα μια χημική ένωση
- πυροφωσφορικό τετρακάλιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετρακάλιο
|