Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραζίνια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραζίνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (χημεία) συνοπτική ονομασία χημικών ενώσεων

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία