τετραγωνισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετραγωνισμός < αρχαία ελληνική τετραγωνισμός < τετραγωνίζω < τετράγωνον
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραγωνισμός αρσενικό
- (μαθηματικά) η κατασκευή τετραγώνου, που έχει ίδιο εμβαδόν με άλλο σχήμα, μόνο με τη χρήση χάρακα και διαβήτη
- (μαθηματικά) η ύψωση ενός αριθμού στο τετράγωνο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραγωνισμός
|