Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραγερμάνιο τα τετραγερμάνια
      γενική του τετραγερμανίου
τετραγερμάνιου
των τετραγερμανίων
    αιτιατική το τετραγερμάνιο τα τετραγερμάνια
     κλητική τετραγερμάνιο τετραγερμάνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραγερμάνιο < τετρα- + γερμάνιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραγερμάνιο ουδέτερο

  1. (χημεία): αλλότροπο του γερμανίου όπου παρουσιάζεται ως μόριο με τέσσερα άτομα σε τετραεδρική δομή,
    το τετραγερμάνιο είναι περισσότερο γνωστό με το όνομα τετραϋδρίδιο του γερμανίου.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία