Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τετρᾰδ-
ονομαστική τετράς αἱ τετράδες
      γενική τῆς τετράδος τῶν τετράδων
      δοτική τῇ τετράδ ταῖς τετράσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τετράδ τὰς τετράδᾰς
     κλητική ! τετράς τετράδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τετράδε
γεν-δοτ τοῖν  τετράδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράς < τετρα-, μεταπτωτική βαθμίδα για θέμα που απαντά στο τέσσαρες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετράς, -άδος θηλυκό

  1. ο αριθμός τέσσερα
    1. τέταρτη μέρα μήνα, εβδομάδας
    2. τετραήμερο
    3. τα τέσσερα τέταρτα του φεγγαριου
  2. τετράδα
     συνώνυμα: τετρακτύς
  3. (ελληνιστική σημασία) τετραρχία

Παράγωγα επεξεργασία

με τετραδ-

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τέσσαρες

  Πηγές επεξεργασία