Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράξυλο τα τετράξυλα
      γενική του τετραξύλου
τετράξυλου
των τετραξύλων
    αιτιατική το τετράξυλο τα τετράξυλα
     κλητική τετράξυλο τετράξυλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράξυλο < τετρα- + ξύλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετράξυλο ουδέτερο,

  • το ξύλινο τετράπλευρο πλαίσιο των παραθύρων, πατζουριών κ.λπ.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία