τεταρτημόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεταρτημόριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεταρτημόριον [1] < (τέταρτος) τεταρτη- + μόριον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.taɾ.tiˈmo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ταρ‐τη‐μό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεταρτημόριο ουδέτερο
- το ένα από τα τέσσερα μέρη διαιρεμένου συνόλου-όλου
- (μουσική) διάστημα που χωρίζει το ημιτόνιο σε δύο ίσα μέρη
Συγγενικά επεξεργασία
- διατεταρτημοριακός
- τεταρτημοριακός
- → δείτε τις λέξεις τέσσερα και μόριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τεταρτημόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας