τεστ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική test < παλαιά γαλλικά test < λατινική testum < testa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teḱs (είμαι ξυλουργός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεστ ουδέτερο άκλιτο
- δοκιμασία, έλεγχος, εξέταση π.χ. της αξιοπιστίας μιας μηχανής ή της λειτουργικότητας ενός συστήματος
- (εκπαίδευση) ολιγόλεπτη γραπτή εξέταση