τεσσαρακοστίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεσσαρακοστίζω < τεσσαρακοστή + -ίζω
Ρήμα επεξεργασία
τεσσαρακοστίζω
- ακολουθώ τη νηστεία της τεσσαρακοστής
- νηστεύω, τρώω μόνο σαρακοστιανά
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεσσαρακοστίζω
|