Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τες < λείπει η ετυμολογία

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας επεξεργασία

τες

  • Αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτές γ΄ προσώπου, θηλυκού γένους, αιτιατικής πληθυντικού. Χρησιμοποιείται μόνο εγκλιτικά (δηλαδή χωρίς τόνο, μετά από τονισμένη λέξη, κυρίως μετά από προστακτική ή μετοχή ενεστώτα).
    βελτίωσέ τες
  • αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτές γ΄ προσώπου, θηλυκού γένους, ονομαστικής πληθυντικού.
    να τες

  Κλιτικός τύπος άρθρου επεξεργασία

τες

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • παλιότερη γραφή: τές