Δείτε επίσης: Τερηδών

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τερηδων-, τερηδον-
ονομαστική τερηδών αἱ τερηδόνες
      γενική τῆς τερηδόνος τῶν τερηδόνων
      δοτική τῇ τερηδόν ταῖς τερηδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τερηδόν τὰς τερηδόνᾰς
     κλητική ! τερηδών τερηδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τερηδόνε
γεν-δοτ τοῖν  τερηδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τερηδών < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τερηδών, -όνος θηλυκό

  1. (εντομολογία) ξυλοφάγο έντομο, σαράκι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1308 (1307-1308)
    ἀλλ᾽ ἐάν με χρῇ, | ὑπὸ τερηδόνων σαπεῖσ᾽ ἐνταῦθα καταγηράσομαι.»
    μα αν το θέλει η μοίρα μου, να με βρουν τα γηρατειά εδώ σαρακοφαγωμένη».
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 27 @scaife.perseus
    Ἐγγίνονται δὲ καὶ κάμπαι ἐν τοῖς σμήνεσιν, ἃς καλοῦσι τερηδόνας· ἃς οὐκ ἀμύνονται αἱ μέλιτται. Νοσοῦσι δὲ μάλιστα ὅταν ἐρυσιβώδη τὰ ἄνθη ἡ ὕλη ἐνέγκῃ, καὶ ἐν τοῖς αὐχμηροῖς ἔτεσιν.
  2. φθορά των οστών
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De causis morborum, κεφ. 11 @scaife.perseus
    οὐδὲν γὰρ ὄνομα κατ’ αὐτοῦ κείμενον ὑπὸ τῶν ἔμπροσθεν παρελάβομεν, ὥσπερ ἐπί τινων εἰδῶν αὐτοῦ κάταγμα μὲν καὶ τερηδόνα τῆς ἐν ὀστῷ συνεχείας διαιρουμένης, ἕλκος δὲ καὶ τραῦμα τῆς ἐν σαρκί.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία