Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερατώδης η τερατώδης το τερατώδες
      γενική του τερατώδους της τερατώδους του τερατώδους
    αιτιατική τον τερατώδη την τερατώδη το τερατώδες
     κλητική τερατώδη(ς) τερατώδης τερατώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερατώδεις οι τερατώδεις τα τερατώδη
      γενική των τερατωδών των τερατωδών των τερατωδών
    αιτιατική τους τερατώδεις τις τερατώδεις τα τερατώδη
     κλητική τερατώδεις τερατώδεις τερατώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τερατώδης < τερατ- (< τέρας) + -ώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.ɾaˈto.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /te.ɾaˈto.ðes/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

τερατώδης, -ης, -ες

  1. που έχει μη αρμονική και υπερφυσική διάπλαση, που μοιάζει με τέρας
     συνώνυμα: τερατοειδής
    έχει τερατώδες μέγεθος
  2. (μεταφορικά) ο αντίθετος με την αλήθεια
    τερατώδεις συκοφαντίες
  3. (μεταφορικά) που αντιτίθεται στην ηθική
    τερατώδης συμπεριφορά

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία