τερατώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.ɾaˈto.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /te.ɾaˈto.ðes/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
τερατώδης, -ης, -ες
- που έχει μη αρμονική και υπερφυσική διάπλαση, που μοιάζει με τέρας
- ≈ συνώνυμα: τερατοειδής
- έχει τερατώδες μέγεθος
- ≈ συνώνυμα: τερατοειδής
- (μεταφορικά) ο αντίθετος με την αλήθεια
- τερατώδεις συκοφαντίες
- (μεταφορικά) που αντιτίθεται στην ηθική
- τερατώδης συμπεριφορά
Συνώνυμα επεξεργασία
- τερατικός (σπάνιο)