τερατούργημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τερατούργημα < (ελληνιστική κοινή) < τερατο- + έργο + -ημα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.ɾaˈtuɾ.ʝi.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τερατούργημα ουδέτερο
- ανθρώπινο κατασκεύασμα που προκαλεί αποστροφή με την ασχήμια του ή τη δυσλειτουργικότητά του
- πράξη που προκαλεί φρίκη κι αποτροπιασμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τερατούργημα
|