τελωνοφυλακή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τελωνοφυλακή < τελων(είο) + -ο- + φυλακή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.lo.no.fi.laˈci/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τελωνοφυλακή θηλυκό
- υπηρεσία ασφαλείας που βρίσκεται σε τελωνεία και διώκει τους λαθρεμπόρους και το λαθρεμπόριο
Συγγενικά επεξεργασία
- τελωνοφύλακας
- → δείτε τις λέξεις τελωνείο και φύλακας
Μεταφράσεις επεξεργασία
τελωνοφυλακή
|