Δείτε επίσης: τελευτῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελευτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελευτῶ, συνηρημένος τύπος του τελευτάω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.leˈfto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐λευ‐τώ

  Ρήμα επεξεργασία

τελευτώ/τελευτάς, τελευτά, ..., πρτ.: τελευτούσα, αόρ.: τελεύτησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λόγιο) πεθαίνω
  2. (λόγιο) τελειώνω
    Ο πρόεδρος τελεύτησε τη θητεία του

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία