Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελεία και παύλα < στην περίοδο που επικρατούσε η μηχανική γραφομηχανή, στην επίσημη επιστολογραφία, στην τελευταία παράγραφο πρόσθεταν μετά την τελεία και μία παύλα (.-) για να φαίνεται το τέλος της επιστολής, το οποίο ήταν αρκετά χαρακτηριστικό κατά την υπαγόρευση της επιστολής

  Έκφραση επεξεργασία

τελεία και παύλα

  • (ως επιφώνημα) για να δοθεί τέλος σε συζήτηση, οδηγία ή και όποια δραστηριότητα χωρίς καμία ανοχή για περαιτέρω

Συνώνυμα επεξεργασία

  • τέρμα ως εδώ
  • ως εδώ και μη παρέκει

  Μεταφράσεις επεξεργασία