Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεκνοθετώ < τέκνο + -ο- + -θετώ (< αρχαία ελληνική τίθημι) (κατά το υιοθετώ)

  Ρήμα επεξεργασία

τεκνοθετώ (παθητική φωνή: τεκνοθετούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία