τεκνίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τεκνίδιον | τὰ | τεκνίδιᾰ |
γενική | τοῦ | τεκνιδίου | τῶν | τεκνιδίων |
δοτική | τῷ | τεκνιδίῳ | τοῖς | τεκνιδίοις |
αιτιατική | τὸ | τεκνίδιον | τὰ | τεκνίδιᾰ |
κλητική ὦ! | τεκνίδιον | τεκνίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεκνιδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τεκνιδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεκνίδιον ουδέτερο
- υποκοριστικό του τέκνον, μικρό παιδί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τέκνον
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τεκνίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.