τεκμήριον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τεκμήριον | τὰ | τεκμήριᾰ |
γενική | τοῦ | τεκμηρίου | τῶν | τεκμηρίων |
δοτική | τῷ | τεκμηρίῳ | τοῖς | τεκμηρίοις |
αιτιατική | τὸ | τεκμήριον | τὰ | τεκμήριᾰ |
κλητική ὦ! | τεκμήριον | τεκμήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεκμηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τεκμηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεκμήριον < θέμα τεκμηρ- όπως στο τεκμήρασθαι του τεκμαίρομαι < τέκμαρ + -ιον [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεκμήριον ουδέτερο
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις τεκμαίρομαι και τέκμαρ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- τεκμήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τεκμήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.