τειχίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τειχίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τειχίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τειχίζω
- θα τειχίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τειχίζω