Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τειχίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τειχίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τειχίζω
  3. θα τειχίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τειχίζω