τα σκαλίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τα σκαλίζω < σκαλίζω
Έκφραση επεξεργασία
τα σκαλίζω
- (συνήθως αρνητικά ή ερωτηματικά) κάνω έρευνα για κάποιο θέμα που θεωρείται ότι έχει λήξει
αν δεν τα σκάλιζες θα ήμασταν ακόμα μια χαρά
Μεταφράσεις επεξεργασία
τα σκαλίζω
|