Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχυκαρδία οι ταχυκαρδίες
      γενική της ταχυκαρδίας των ταχυκαρδιών
    αιτιατική την ταχυκαρδία τις ταχυκαρδίες
     κλητική ταχυκαρδία ταχυκαρδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυκαρδία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tachycardie < αρχαία ελληνική ταχύς (ταχυ-) + καρδία (καρδιά)
Η λέξη μαρτυρείται από το 1889

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.çi.kaɾˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χυ‐καρ‐δί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταχυκαρδία θηλυκό

  1. (ιατρική) η παθολογική αύξηση της συχνότητας των παλμών της καρδιάς πέρα από τους 90 παλμούς ανά λεπτό
    υποφέρει από ταχυκαρδίες
     αντώνυμα: βραδυκαρδία
  2. (συνεκδοχικά) κάθε παρόμοια αύξηση των καρδιακών παλμών για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
    με έπιασε ταχυκαρδία, όταν την είδα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία